Dictionary of Greek. 2013.
θατήρ — θατήρ, ῆρος, ὁ (Α) (δωρ. τ. τού θεατήρ*) θεατής … Dictionary of Greek
θεατήρια — θεατήρια, τά (Μ) [θεατήρ] (κατά τον Λέοντα τον Σοφό) «ὑπαιθρα, ἅ πρός μόνην καί ὑπαέριον ἁπόλαυσιν έπινενόηνται καὶ ἡλιακά προσαγορεύονται» … Dictionary of Greek